Αὐτολογία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Αὐτολογίᾱ | αἱ | Αὐτολογίαι |
γενική | τῆς | Αὐτολογίᾱς | τῶν | Αὐτολογιῶν |
δοτική | τῇ | Αὐτολογίᾳ | ταῖς | Αὐτολογίαις |
αιτιατική | τὴν | Αὐτολογίᾱν | τὰς | Αὐτολογίᾱς |
κλητική ὦ! | Αὐτολογίᾱ | Αὐτολογίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Αὐτολογίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Αὐτολογίαιν | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Αὐτολογία < αὐτολογέω, αὐτόλογος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑὐτολογία θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press