↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Αἰξωνίς αἱ Αἰξωνίδες
      γενική τῆς Αἰξωνίδος τῶν Αἰξωνίδων
      δοτική τῇ Αἰξωνίδ ταῖς Αἰξωνίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν Αἰξωνίδ τὰς Αἰξωνίδᾰς
     κλητική ! Αἰξωνίς* Αἰξωνίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Αἰξωνίδε
γεν-δοτ τοῖν  Αἰξωνίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Αἰξωνίς < Αἰξων(η) + -ις

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Αἰξωνίς θηλυκό