↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Αἰγιαλί αἱ Αἰγιαλίαι
      γενική τῆς Αἰγιαλίᾱς τῶν Αἰγιαλιῶν
      δοτική τῇ Αἰγιαλί ταῖς Αἰγιαλίαις
    αιτιατική τὴν Αἰγιαλίᾱν τὰς Αἰγιαλίᾱς
     κλητική ! Αἰγιαλί Αἰγιαλίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Αἰγιαλί
γεν-δοτ τοῖν  Αἰγιαλίαιν
Συνήθως στον ενικό
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Αἰγιαλία < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Αἰγιαλία θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη Αἰγιαλεύς