Ασσάμ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈsam/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ασ‐σάμ
Μεταγραφή
επεξεργασίαΑσσάμ θηλυκό άκλιτο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Ασσάμ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία Ασσάμ
|