Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αρμινιανισμός οι Αρμινιανισμοί
      γενική του Αρμινιανισμού των Αρμινιανισμών
    αιτιατική τον Αρμινιανισμό τους Αρμινιανισμούς
     κλητική Αρμινιανισμέ Αρμινιανισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αρμινιανισμός < το όνομα προέρχεται από τον Ολλανδό θεολόγο Ιάκωβο Αρμίνιο

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αρμινιανισμός αρσενικό

  • Χριστιανικό Προτεσταντικό θεολογικό κίνημα που πιστεύει, σε αντίθεση με τον Καλβινισμό, ότι ο άνθρωπος σώζεται από τον Θεό με την ελεύθερη όμως, θέλησή του

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία