Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Αργέντω
      γενική της Αργέντως
    αιτιατική την Αργέντω
     κλητική Αργέντω
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος.
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αργέντω πιθανόν
< αργέντι «άργυρος» (< γαλλικά argent)
ή < οικογενειακό Αργέντης (ιταλικά Argento < ιταλικά argenti < λατινικά argentum «άργυρος»)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αργέντω θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία