Αποστολώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αποστολώ | ||
γενική | της | Αποστολώς | ||
αιτιατική | την | Αποστολώ | ||
κλητική | Αποστολώ | |||
Κατηγορία όπως «Ρηνιώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Αποστολώ < Απόστολ(ος) (αρσενικό) + -ώ
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑποστολώ θηλυκό