• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

Αμυρσώ

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Κύριο όνομα
      • 1.2.1 Δείτε επίσης
      • 1.2.2 Μεταφράσεις
      • 1.2.3 Αναφορές

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Αμυρσώ
      γενική της Αμυρσώς
    αιτιατική την Αμυρσώ
     κλητική Αμυρσώ
Κατηγορία όπως «Ρηνιώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
Αμυρσώ < Μυρσίνη

Κύριο όνομα

επεξεργασία

Αμυρσώ θηλυκό

  • (σπάνιο, λαϊκό) γυναικείο όνομα, άλλη μορφή του Αμερσούδα [1]

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • Αμύρσα
  • Αμυρσώνη
  • Μυρσώ

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    Αμυρσώ

Αναφορές

επεξεργασία
  1. ↑ Βλ. π. Θρακικά 4-5 (1933), σ. 321.
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=Αμυρσώ&oldid=6476667"
Τελευταία επεξεργασία στις 12 Νοεμβρίου 2023, στις 13:45

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 12 Νοεμβρίου 2023, στις 13:45.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας