Άφυτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Άφυτος | ||
γενική | της | Αφύτου | ||
αιτιατική | την | Άφυτο | ||
κλητική | Άφυτε | |||
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Άφυτος < αρχαία ελληνική Ἄφυτος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈa.fi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ά‐φυ‐τος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Άφυτος θηλυκό