Άπω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Άπω < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική Far από τον όρο Far Εast & (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄπωθεν < ἀπό (εδώ, σημασία: μακριά)[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈa.po/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ά‐πω
- τονικό παρώνυμο: από
Επίρρημα
επεξεργασία
Άπω
- (γεωγραφία) μακριά, μόνο στον όρο Άπω Ανατολή
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ άπω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας