• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

Άπω

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : από

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Επίρρημα
      • 1.3.1 Συγγενικά
      • 1.3.2 Δείτε επίσης
      • 1.3.3 Μεταφράσεις
    • 1.4 Αναφορές

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
Άπω < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική Far από τον όρο Far Εast & (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄπωθεν < ἀπό (εδώ, σημασία: μακριά)[1]

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈa.po/
τυπογραφικός συλλαβισμός : Ά‐πω
τονικό παρώνυμο: από

Επίρρημα

επεξεργασία

Άπω

  • (γεωγραφία) μακριά, μόνο στον όρο Άπω Ανατολή

Συγγενικά

επεξεργασία
  • απώτερος
  • απώτατος

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • άνω
  • κάτω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    μακριά
  • αγγλικά : Far (en)

Αναφορές

επεξεργασία
  1. ↑ άπω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=Άπω&oldid=5549287"
Τελευταία επεξεργασία στις 22 Μαρτίου 2022, στις 04:29

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 22 Μαρτίου 2022, στις 04:29.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας