źrenica
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | źrenica | źrenice |
γενική | źrenicy | źrenic |
δοτική | źrenicy | źrenicom |
αιτιατική | źrenicę | źrenice |
οργανική | źrenicą | źrenicami |
τοπική | źrenicy | źrenicach |
κλητική | źrenico | źrenice |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαźrenica (pl) θηλυκό
- η κόρη του ματιού