πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική łodyga łodygi
γενική łodygi łodyg
δοτική łodydze łodygom
αιτιατική łodygę łodygi
οργανική łodygą łodygami
τοπική łodydze łodygach
κλητική łodygo łodygi

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /wɔˈdɨɡa/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

łodyga (pl) θηλυκό