Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική łacina łaciny
γενική łaciny łacin
δοτική łacinie łacinom
αιτιατική łacinę łaciny
οργανική łaciną łacinami
τοπική łacinie łacinach
κλητική łacino łaciny

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

łacina (pl) θηλυκό

  1. τα λατινικά
    • η λατινική γλώσσα
    • το μάθημα των λατινικών

Συνώνυμα επεξεργασία