Überraschung
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Überraschung | die | Überraschungen |
γενική | der | Überraschung | der | Überraschungen |
δοτική | der | Überraschung | den | Überraschungen |
αιτιατική | die | Überraschung | die | Überraschungen |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /yːbɐˈʁaʃʊŋ/
- ⓘ
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Über‐ra‐schung
Ουσιαστικό
επεξεργασίαÜberraschung (de) θηλυκό