ut
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαut (fr) αρσενικό άκλιτο
Ομώνυμα / Ομόηχα
επεξεργασία
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαut (la) (& uti)
Σύνδεσμος
επεξεργασίαut (la) (& uti)
ut (fr) αρσενικό άκλιτο
ut (la) (& uti)
ut (la) (& uti)