tirette
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- tirette < tirer
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
tirette | tirettes |
tirette (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) κορδόνι για το τράβηγμα
- μεταλλικό εξάρτημα ορισμένων φούρνων που χρησιμεύει για να κλείνει η καπνοδόχος
- μεταλλικό εξάρτημα που μπορεί κάποιος να τραβήξει για να θέση σε λειτουργία μια συσκευή
- (ιδιωματικό) το φερμουάρ