Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

territorial (en)

the territorial integrity of our country - η εδαφική ακεραιότητα της χώρας μας
the territorial waters - τα χωρικά ύδατα

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό territorial territoriaux
θηλυκό territoriale territoriales

  Επίθετο επεξεργασία

territorial (fr)

  1. περιφερειακός, ο αναφερόμενος σε μια περιφέρεια
  2. εδαφικός (ο αναφερόμενος στην εθνική επικράτεια)
  3. χωρικός