παραθετικά
θετικός territorial
συγκριτικός more territorial
υπερθετικός most territorial

  Ετυμολογία

επεξεργασία
territorial < territory + -al

  Επίθετο

επεξεργασία

territorial (en)

  • εδαφικός, χωρικός
    ⮡  the territorial integrity of our country - η εδαφική ακεραιότητα της χώρας μας
    ⮡  territorial claims - εδαφικές διεκδικήσεις
    ⮡  the territorial waters - τα χωρικά ύδατα

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία



γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό territorial territoriaux
θηλυκό territoriale territoriales

  Επίθετο

επεξεργασία

territorial (fr)

  1. περιφερειακός, ο αναφερόμενος σε μια περιφέρεια
  2. εδαφικός (ο αναφερόμενος στην εθνική επικράτεια)
  3. χωρικός