szachistka
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | szachistka | szachistki |
γενική | szachistki | szachistek |
δοτική | szachistce | szachistkom |
αιτιατική | szachistkę | szachistki |
οργανική | szachistką | szachistkami |
τοπική | szachistce | szachistkach |
κλητική | szachistko | szachistki |
Ετυμολογία επεξεργασία
- szachistka < szachy
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
szachistka (pl) θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη szachy