Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
ονομαστική stvâr stvâr
γενική stvârī stvárī
δοτική stvâri stvárima
αιτιατική stvâr stvâri
κλητική stvâri stvâri
τοπική stvâri stvárima
οργανική stvârjy, stvári stvárima

stvar (en) θηλυκό