Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

stirps < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

stirps (la) θηλυκό

  1. (για φυτά, δέντρα) ρίζα
  2. (για ανθρώπους) καταγωγή

Κλίση επεξεργασία

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική stirps stirpēs
γενική stirpis stirpum
δοτική stirpī stirpibus
αιτιατική stirpem stirpēs
κλητική stirps stirpēs
αφαιρετική stirpe stirpibus
(γ' κλίση)

  Πηγές επεξεργασία