spell
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
spell | spells |
spell (en)
- το ξόρκι, τα μάγια
- μαγική επιρροή
- χρονικό διάστημα (που δεν προσδιορίζεται επακριβώς)
- χρονικό διάστημα ανάπαυσης
- βάρδια
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | spell |
γ΄ ενικό ενεστώτα | spells |
αόριστος | spelled, spelt (ΗΒ) |
παθητική μετοχή | spelled, spelt (ΗΒ) |
ενεργητική μετοχή | spelling |
spell (en)
- γράφω ή λέω τα γράμματα που αποτελούν μια λέξη
- (για γράμματα) αποτελώ μια λέξη
- προμηνύω
- spell out: εξηγώ λεπτομερώς
- δουλεύω αντικαθιστώντας κάποιον
- βάζω κάποιον να ξεκουραστεί
- they spelled the horses