sorbus
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
Λατινικά (la)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- sorbus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sor / *ser (“κόκκινο, καφεκόκκινο”)
sorbus (la) θηλυκό