sorbum
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- sorbum < sorbus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sor / *ser (“κόκκινο, καφεκόκκινο”)
Ουσιαστικό επεξεργασία
sorbum (la) ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σούρβο
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sorbum | sorba |
γενική | sorbī | sorbōrum |
δοτική | sorbō | sorbīs |
αιτιατική | sorbum | sorba |
κλητική | sorbum | sorba |
αφαιρετική | sorbō | sorbīs |