Δείτε επίσης: rundown, run-down

Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας run down
γ΄ ενικό ενεστώτα runs down
αόριστος ran down
παθητική μετοχή run down
ενεργητική μετοχή running down

  Ετυμολογία επεξεργασία

→ δείτε τις λέξεις run και down

  Ρήμα επεξεργασία

run down (en)

  1. κριτικάρω, συνήθως αρνητικά και άδικα
  2. πατάω με το αυτοκίνητο, τραυματίζοντας ή σκοτώνοντας
  3. ελαττώνω
  4. επιδεινώνω, χειροτερεύω