Ετυμολογία

επεξεργασία
res publica < res + publica, θηλυκό του publicus

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /reːs ˈpuː.bli.ka/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

res publica θηλυκό

  1. τα πολιτικά πράγματα
  2. η διοίκηση
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική rēs pūblica rēs pūblicae
γενική reī pūblicae rērum pūblicārum
δοτική reī pūblicae rēbus pūblicīs
αιτιατική rem pūblicam rēs pūblicās
κλητική rēs pūblica rēs pūblicae
αφαιρετική rē pūblicā rēbus pūblicīs