répulsion
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʁe.pyl.sj̃ɔ/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
répulsion | répulsions |
répulsion (fr) θηλυκό
- (φυσική) η απώθηση
- (πιο συνηθισμένο) το απωθητικό αίσθημα απέναντι σε κάτι ή κάποιον, η αποστροφή, η απέχθεια, ο αποτροπιασμός