Ετυμολογία

επεξεργασία
profero < prō- + fĕro

profero (la) (prō-fĕro, -tŭli, -lātum, -ferre)

  1. εκφέρω , προφέρω
  2. προσφέρω
  3. εμφανίζομαι
  4. εκτείνομαι, απλώνομαι
  5. προωθώ στρατεύματα, προελαύνω
  6. προάγω
  7. διαφοροποιώ
  8. ανέρχομαι κοινωνικά
  9. δημοσιοποιώ, αποκαλύπτω
  10. ανακαλύπτω
  11. παρατείνω
  12. αναφέρω, παραθέτω