Δείτε επίσης: prébendé

  Ετυμολογία

επεξεργασία
prébende < εκκλησιαστική λατινική præbenda, χορηγήσιμος < præbere, χορηγώ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pʁe.bɑ̃d/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
prébende prébendes

prébende (fr) θηλυκό

  1. (θρησκεία) πρόσοδος ενός κληρικού
  2. τίτλος που δίνει το δικαίωμα σε κάποιον να προσκομίζει μία πρόσοδο
  3. (μεταφορικά) κέρδος που προέρχεται από κάποιο αξίωμα· (κατ’ επέκταση) το ίδιο το αξίωμα

Συγγενικά

επεξεργασία