prébende
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- prébende < εκκλησιαστική λατινική præbenda, χορηγήσιμος < præbere, χορηγώ
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
prébende | prébendes |
prébende (fr) θηλυκό
- (θρησκεία) πρόσοδος ενός κληρικού
- τίτλος που δίνει το δικαίωμα σε κάποιον να προσκομίζει μία πρόσοδο
- (μεταφορικά) κέρδος που προέρχεται από κάποιο αξίωμα· (κατ’ επέκταση) το ίδιο το αξίωμα