prébendier
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- prébendier < prébende
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pʁe.pɑ̃.dje/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
prébendier | prébendiers |
prébendier (fr) αρσενικό
- (θρησκεία) τιτλούχος μιας προσόδου
- (θρησκεία) κληρικός που υπηρετεί σε μια χορωδία κάτω από τους κανονικούς
- (λόγιο) αυτός που αποκομίζει μια πρόσοδο
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- prébendier - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé