πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική powstanie powstania
γενική powstania powstań
δοτική powstaniu powstaniom
αιτιατική powstanie powstania
οργανική powstaniem powstaniami
τοπική powstaniu powstaniach
κλητική powstanie powstania

  Ετυμολογία

επεξεργασία

powstanie < powstać

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

powstanie (pl) ουδέτερο

  1. η εξέγερση
  2. (γενικότερα) η γέννηση, η ίδρυση, το ξεκίνημα