porażka
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | porażka | porażki |
γενική | porażki | porażek |
δοτική | porażce | porażkom |
αιτιατική | porażkę | porażki |
οργανική | porażką | porażkami |
τοπική | porażce | porażkach |
κλητική | porażko | porażki |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαporażka (pl) θηλυκό