Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική porażka porażki
γενική porażki porażek
δοτική porażce porażkom
αιτιατική poraż porażki
οργανική poraż porażkami
τοπική porażce porażkach
κλητική porażko porażki

  Ουσιαστικό επεξεργασία

porażka (pl) θηλυκό

  1. η ήττα
  2. η αποτυχία