Ουσιαστικό

επεξεργασία

planning (en) (μη μετρήσιμο)

  • ο προγραμματισμός, ο σχεδιασμός, η ενέργεια του να προγραμματίζω/σχεδιάζω κάτι
    ⮡  detailed/timely/basic planning - λεπτομερής/έγκαιρος/στοιχειώδης προγραμματισμός
    ⮡  planning of the production process - σχεδιασμός της παραγωγικής διαδικασίας

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

planning (en)



      ενικός         πληθυντικός  
planning plannings

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

planning (fr) αρσενικό