piana
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | piana | piany |
γενική | piany | pian |
δοτική | pianie | pianom |
αιτιατική | pianę | piany |
οργανική | pianą | pianami |
τοπική | pianie | pianach |
κλητική | piano | piany |
Ετυμολογία επεξεργασία
piana < πρωτοσλαβική pěna
Ουσιαστικό επεξεργασία
piana (pl) θηλυκό
- ο αφρός