permutacja
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | permutacja | permutacje |
γενική | permutacji | permutacji(/permutacyj) |
δοτική | permutacji | permutacjom |
αιτιατική | permutację | permutacje |
οργανική | permutacją | permutacjami |
τοπική | permutacji | permutacjach |
κλητική | permutacjo | permutacje |
Ουσιαστικό επεξεργασία
permutacja (pl) θηλυκό
- (μαθηματικά) η μετάθεση