Ετυμολογία

επεξεργασία
paraphernalia < (λόγιο δάνειο) μεσαιωνική λατινική paraphernalia < paraphernalis < parapherna < ελληνιστική κοινή παράφερνα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

paraphernalia (en)

  1. παράφερνα
  2. πανωπροίκια
  3. σύνεργα
  4. συμπράγκαλα
  5. παραφερνάλια



  Ετυμολογία

επεξεργασία
paraphernalia < paraphernalis < parapherna < ελληνιστική κοινή παράφερνα < παρά + αρχαία ελληνική φερνή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

paraphernalia ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική
-
paraphernalia
γενική
-
paraphernalium
δοτική
-
paraphernalibus
αιτιατική
-
paraphernalia
κλητική
-
paraphernalia
αφαιρετική
-
paraphernalibus
(γ' κλίση)