paraphernalia
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- paraphernalia < (λόγιο δάνειο) μεσαιωνική λατινική paraphernalia < paraphernalis < parapherna < ελληνιστική κοινή παράφερνα
Ουσιαστικό επεξεργασία
paraphernalia (en)
Πηγές επεξεργασία
- paraphernalia - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- paraphernalia - Oxford Learner's Dictionaries
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- paraphernalia < paraphernalis < parapherna < ελληνιστική κοινή παράφερνα < παρά + αρχαία ελληνική φερνή
Ουσιαστικό επεξεργασία
paraphernalia ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | paraphernalia | |
γενική | paraphernalium | |
δοτική | paraphernalibus | |
αιτιατική | paraphernalia | |
κλητική | paraphernalia | |
αφαιρετική | paraphernalibus | |
Πηγές επεξεργασία
- parafernalia, parapherna - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.