paganismus
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpaganismus αρσενικό
- νέα ελληνική: → δείτε τη λέξη παγανισμός
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- paganismus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.