πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική oślica oślice
γενική oślicy oślic
δοτική oślicy oślicom
αιτιατική oślicę oślice
οργανική oślicą oślicami
τοπική oślicy oślicach
κλητική oślico oślice

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

oślica (pl) θηλυκό