niche
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
niche | niches |
niche (fr) θηλυκό
- η διαβολιά, το πείραγμα
- η κόγχη (ενός τοίχου
- το σπιτάκι ενός σκύλου
- χώρος που έχει λειτουργική διάταξη
ενικός | πληθυντικός |
niche | niches |
niche (fr) θηλυκό