Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
niche niches

niche (fr) θηλυκό

  1. η διαβολιά, το πείραγμα
  2. η κόγχη (ενός τοίχου
  3. το σπιτάκι ενός σκύλου
  4. χώρος που έχει λειτουργική διάταξη

Αναγραμματισμοί

επεξεργασία