matenmanĝo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | matenmanĝo | matenmanĝoj |
αιτιατική | matenmanĝon | matenmanĝojn |
matenmanĝo (eo)
- το πρόγευμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | matenmanĝo | matenmanĝoj |
αιτιατική | matenmanĝon | matenmanĝojn |
matenmanĝo (eo)