mateno
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mateno | matenoj |
αιτιατική | matenon | matenojn |
mateno (eo)
- το πρωί
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mateno | matenoj |
αιτιατική | matenon | matenojn |
mateno (eo)