Δανικά (da) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

marmor (da)


Λατινικά (la) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

marmor < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

marmor (la) ουδέτερο

Κλίση επεξεργασία

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική marmor marmŏră
γενική marmŏris marmŏrum
δοτική marmŏrī marmŏrĭbus
αιτιατική marmor marmŏră
κλητική marmor marmŏră
αφαιρετική marmŏre marmŏrĭbus
(γ' κλίση)

  Πηγές επεξεργασία


Σλοβενικά (sl) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

marmor (sl)


Σουηδικά (sv) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

marmor (sv)