made man
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
made man | made men |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαmade man (en)
- (κυριολεκτικά) o άνθρωπος που έχει πετύχει στη ζωή του, που είναι φτιαγμένος οικονομικά
- (αργκό, ΗΠΑ) πλήρες, μυημένο μέλος (που έχει δώσει όρκο) της αμερικανο-ιταλικής μαφίας ή της μαφίας της Σικελίας
- ≈ συνώνυμα: goodfella, wise guy
- → δείτε και τις λέξεις soldier, caporegime, consigliere, underboss και boss