ενικός         πληθυντικός  
made man made men

  Ετυμολογία

επεξεργασία
made man < → δείτε τις λέξεις made και man

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /meɪd mæn/

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

made man (en)

  1. (κυριολεκτικά) o άνθρωπος που έχει πετύχει στη ζωή του, που είναι φτιαγμένος οικονομικά
  2. (αργκό, ΗΠΑ) πλήρες, μυημένο μέλος (που έχει δώσει όρκο) της αμερικανο-ιταλικής μαφίας ή της μαφίας της Σικελίας
     συνώνυμα: goodfella, wise guy
    → δείτε και τις λέξεις soldier, caporegime, consigliere, underboss και boss

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία