ενικός         πληθυντικός  
goodfella goodfellas

  Ετυμολογία

επεξεργασία
goodfella < good + fella (< fellow), κυριολεκτικά: καλόπαιδο (ευφημιστικά)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɡʊdˌfɛlə/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

goodfella (en)

Δείτε επίσης

επεξεργασία