Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
wise guy wise guys

  Ετυμολογία επεξεργασία

wise guy < wise + guy

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈwaɪz ˌɡaɪ/

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

wise guy (en)

  1. (ανεπίσημο) αυτός που προσπαθεί να δείχνει πιο έξυπνος από τους άλλους· εξυπνάκιας
     συνώνυμα: wiseass (ΗΠΑ)
  2. (αργκό, ΗΠΑ) μέλος της Μαφίας
    → δείτε και τις λέξεις goodfella, made man και mobster
  3. (αργκό, ΗΠΑ, μειωτικό) ο Ιταλο-Αμερικανός

Άλλες μορφές επεξεργασία