ενικός         πληθυντικός  
wiseguy wiseguys

  Ετυμολογία

επεξεργασία
wiseguy < wise + guy

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈwaɪzˌɡaɪ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

wiseguy (en)