Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
wiseass wiseasses

  Ετυμολογία επεξεργασία

wiseass < wise + ass

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈwaɪzæs/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

wiseass (en)

Άλλες μορφές επεξεργασία