ενικός         πληθυντικός  
made guy made guys

  Ετυμολογία

επεξεργασία
made guy < → δείτε τις λέξεις made και guy

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

made guy (en)

Δείτε επίσης

επεξεργασία