lepus
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαlepus (it)
- (θηλαστικό ζώο) o λαγός
Λατινικά (la)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαlepus (la)
- (θηλαστικό ζώο) λαγός
- δηλητηριώδες ψάρι στο χρώμα του λαγού
Κλίση
επεξεργασίααριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lepus | lepŏrēs |
γενική | lepŏris | lepŏrum |
δοτική | lepŏrī | lepŏribus |
αιτιατική | lepŏrem | lepŏrēs |
κλητική | lepus | lepŏrēs |
αφαιρετική | lepŏre | lepŏribus |
Πηγές
επεξεργασία- lepus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.