leczenie
Πολωνικά (pl) επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | leczenie | leczenia |
γενική | leczenia | leczeń |
δοτική | leczeniu | leczeniom |
αιτιατική | leczenie | leczenia |
οργανική | leczeniem | leczeniami |
τοπική | leczeniu | leczeniach |
κλητική | leczenie | leczenia |
Ετυμολογία επεξεργασία
- leczenie < leczyć
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
leczenie (pl) ουδέτερο