ενικός         πληθυντικός  
leading light leading lights

  Ετυμολογία

επεξεργασία
leading light < → δείτε τις λέξεις lead, leading και light

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

leading light (en)

  1. (ιδιωματικό) σημαντική προσωπικότητα, εμπειρογνώμονας, φωστήρας
  2. (ναυτικός όρος) φάρος ο οποίος καθοδηγεί ένα πλοίο στο λιμάνι