leading light
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
leading light | leading lights |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
leading light (en)
- (ιδιωματικό) σημαντική προσωπικότητα, εμπειρογνώμονας, φωστήρας
- (ναυτικός όρος) φάρος ο οποίος καθοδηγεί ένα πλοίο στο λιμάνι